ἀσμάραγος

ᾀσμάτιον

ᾀσματοκάμπτης
ᾀσμάτιον, ου (τὸ) [μᾰ] petite chanson, chansonnette, Plat. com. (Poll. 4, 64).
Étym. dim. d’ᾆσμα.