ᾀσμάτιον

ᾀσματοκάμπτης

ᾀσματολογέω-ῶ
ᾀσματο·κάμπτης, ου () [μᾰ] tourneur de chants, sobriquet des poètes tragiques et lyriques, Ar. Nub. 333.
Étym. ᾆσμα, κάμπτω.