ᾀσματολογέω-ῶ

ᾀσματοποιός

ἀσμεναίτατα
ᾀσματο·ποιός, οῦ () [μᾰ] faiseur de chants ou de chansons, Ath. 181e.
Étym. ᾆσμα, ποιέω.