ᾀσματοκάμπτης

ᾀσματολογέω-ῶ

ᾀσματοποιός
ᾀσματο·λογέω-ῶ, f. ήσω [μᾰ] réciter des chants, Artém. 1, 76.
Étym. ᾆσμα, -λόγος de λέγω.