ἀσπάλαθος

ἀσπάλαξ

ἀσπαλιεύς
ἀ·σπάλαξ, ακος () [πᾰᾰκ] taupe, Arstt. H.A. 4, 8, 2, etc. ; Plut. etc.
Étym. pré-grec ; cf. proth. σπάλαξ.