ἀσπανιστία

ἀσπαραγία

ἀσπάραγος
*ἀσπαραγία, seul. att. ἀσφαραγία, ας () [πᾰᾰγ] plant d’asperges, Th. H.P. 6, 4, 2.
Étym. ἀσπάραγος.