ἄσφαλτος

ἀσφαλτοφόρος

ἀσφαλτόω-ῶ
ἀσφαλτο·φόρος, ος, ον, qui produit du bitume, Jos. A.J. 17, 6, 2.
Étym. ἄσφαλτος, φέρω.