ἀσφαλτόπισσα

ἄσφαλτος

ἀσφαλτοφόρος
ἄσφαλτος, ου ()
1 asphalte, bitume, Hdt. 1, 179 ; 6, 119 ; Arstt. Mir. 127 ||
2 sorte de pétrole, Diosc. 1, 99.
Étym. p.-ê. pré-grec.