Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφαραγωνία
ἀσφάραγος,
ου
(
ὁ
) [
φᾰᾰ
] gosier, gorge,
Il.
22, 328
.
Étym.
pré-grec
.
ἀσφάραγος,
v.
ἀσπάραγος
.