ἀσφάραγος

ἀσφαραγωνία

ἄσφε
ἀσφαραγωνία, ας () [φᾰᾰγ] feuillage d’une tige d’asperge, Plut. M. 138c (*ἀσφαραγών d’ἀσφάραγος 2).