Ἄσπετος

ἀσπιδαποϐλής

ἀσπιδηστρόφος
ἀσπιδ·αποϐλής, ῆτος () [ῐᾰ] qui jette ou a jeté loin de lui son bouclier, lâche, Ar. Vesp. 592.
Étym. ἀσπίς, ἀποϐάλλω.