ἀσπιδαποϐλής

ἀσπιδηστρόφος

ἀσπιδηφόρος
ἀσπιδη·στρόφος, ος, ον [] qui agite (litt. qui fait tourner) son bouclier, Eschl. Ag. 825.
Étym. ἀσπίς, στρέφω.