ἀσπιδίτης

ἀσπιδιώτης

ἀσπιδόδηκτος
ἀσπιδιώτης, ου () [πῐ] armé d’un bouclier, Il. 2, 554 ; 16, 167 ; Thcr. Idyl. 14, 67 ; Pol. 10, 29 ; etc.