ἀσπιδόδηκτος

ἀσπιδόδουπος

ἀσπιδοειδής
ἀσπιδό·δουπος, ος, ον [] qui retentit du bruit du bouclier, Pd. I. 1, 23.
Étym. ἀ. δοῦπος.