ἀσπιδηστρόφος

ἀσπιδηφόρος

ἀσπίδιον
ἀσπιδη·φόρος, ος, ον [] qui porte un bouclier, Eschl. Sept. 19 ; Eur. Suppl. 390.
Étym. ἀσπίς, φέρω.