ἀσθενικῶς

ἀσθενοποιέω-ῶ

ἀσθενόρριζος
ἀσθενο·ποιέω-ῶ, f. ήσω, affaiblir, App. Mac. 9, 7.
Étym. ἀσθενής, ποιέω.