ἀσθενοποιέω-ῶ

ἀσθενόρριζος

ἀσθενόψυχος
ἀσθενό·ρριζος, ος, ον, aux racines faibles ou peu tenaces, Th. C.P. 4, 14, 4.
Étym. ἀσθενής, ῥίζα.