Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἀστυάναξ
ἀστυϐοώτης
ἀστυγειτονέομαι-οῦμαι
ἀστυ·ϐοώτης,
ου
(
ὁ
) [
ῠ
] qui crie par la ville (héraut)
Il.
24, 701
.
Étym.
ἄ. βοάω
.