Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀστυϐοώτης
ἀστυγειτονέομαι-οῦμαι
ἀστυγειτονικός
ἀστυγειτονέομαι-οῦμαι
[
ῠ
] habiter dans le voisinage,
Eschl.
Suppl.
286
.
Étym.
ἀστυγείτων
.