ἀσυμπέραντος

ἀσυμπερίφορος

ἀσύμπλεκτος
ἀ·συμπερίφορος, ος, ον, insociable, Ptol. Tetr. 159.
Étym. ἀ, συμπεριφέρω ; cf. συμπεριφορά.