ἀσυμπερίφορος

ἀσύμπλεκτος

ἀσυμπλήρωτος
ἀ·σύμπλεκτος, ος, ον, non enlacé, non joint, désuni, Th. C.P. 6, 10, 3.
Étym. ἀ, συμπλέκω.