ἀσυνειδήτως

ἀσυνείσφορος

ἀσυνέλευστος
ἀ·συν·είσφορος, ος, ον, qui ne contribue en rien, Rhét. 3, 573 W.
Étym. ἀ, σύν, εἰσφέρω.