ἀσυγγνωμότατος

ἀσυγγνώμων

ἀσύγγνωστος
ἀ·συγγνώμων, ων, ον, gén. ονος, qui ne pardonne pas, inexorable, Dém. 547, 8 ; Plut. M. 59d ||
Sup. ἀσυγγνωμονέστατος (sel. d’autres, irrég. ἀσυγγνωμότατος, c. de *ἀσύγγνωμος) Phynt. (Stob. Fl. 74, 61).