ἀσυγγνώμων

ἀσύγγνωστος

ἀσυγγνώστως
ἀ·σύγγνωστος, ος, ον, c. le préc. Jul. Ep. refch184 ; Phalar. Ep. 120, p. 340 Valckenaer, etc. ||
Cp. -ότερος, Gal. 1, 13 ; Nyss. 2, 266c.
Étym. ἀ, συγγιγνώσκω.