Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω-ῶ
ἀ·συγγύμναστος,
ος, ον,
non exercé,
Luc.
Par.
6
.
Étym.
ἀ, συγγυμνάζω
.