ἀσυγγύμναστος

ἀσυγκαταθετέω-ῶ

ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκαταθετέω-ῶ [κᾰᾰ] ne pas consentir, Sext. M. 7, 157.
Étym. ἀσυγκατάθετος.