ἀσυγκαταθετέω-ῶ

ἀσυγκατάθετος

ἀσυγκαταθέτως
ἀ·συγκατάθετος, ος, ον [κᾰᾰ] qui ne consent pas, Aristocl. (Eus. P.E. 761d) ; Phil.
Étym. ἀ, συγκατατίθημι.