Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀσύντροφον
ἀσυντρόχαστος
ἀσυνύπαρκτος
ἀ·συντρόχαστος,
ος, ον,
qui ne fréquente pas,
Orig.
Étym.
ἀ, συντροχάζω
.