Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀσύντριπτος
ἀσύντροφον
ἀσυντρόχαστος
ἀ·σύντροφον,
ου
(
τὸ
)
c.
βάτος 1,
Diosc.
4, 37
.
Étym.
ἀ, σύντροφος
.