ἀτάλαντος

ἀταλάφρων

ἀτάλλω
ἀταλά·φρων, ων, ον, gén. ονος [ᾰτᾰ] à l’esprit enfantin, naïf, Il. 6, 400.
Étym. ἀταλός, φρήν.