Ἀταλάντη

ἀτάλαντος

ἀταλάφρων
ἀ·τάλαντος, ος, ον [ᾰτᾰ] égal en poids, égal ou semblable à, dat. Il. 2, 169 ; 5, 576, etc. ; Od. 3, 110, 409 ; A. Rh. 2, 40.
Étym. cop. τάλαντον.