ἀτεχνέω-ῶ

ἀτεχνής

ἀτεχνία
ἀ·τεχνής, ής, ές, sans art, inhabile, Babr. 75, 4 ; Sext. ||
Cp. -έστερος, Hpc. 763f.
Étym. ἀ, τέχνη.