Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἅτερος
ἀτέρπεια
ἀτερπής
ἀτέρπεια,
ας
(
ἡ
) désagrément, ennui,
DL.
7, 97
(
corr. p.
ἀτερπία
) ||
E
Ion.
ἀτερπίη,
Démocr.
(
Clém.
Str.
2, 498
et
Stob.
Fl.
3, 38
) ;
cf.
ἀτερψία
.
Étym.
ἀτερπής
.