Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἄτερπος
ἀτερψία
ἀτευκτέω-ῶ
*ἀτερψία,
seul.
ion.
ἀτερψίη,
ης
(
ἡ
)
c.
ἀτέρπεια,
Luc.
V. auct.
14
.
Étym.
conj.
ἀτερπίη,
v.
ἀτέρπεια
.