ἀθεμιστία

ἀθεμίστιος

ἀθέμιστος
ἀθεμίστιος, ος, ον, inique, Od. 18, 141 ; ἀθεμίστια εἰδώς, Od. 9, 428, versé dans l’iniquité, dans le crime.
Étym. cf. le suiv.