ἀθεραπεία

ἀθεραπευσία

ἀθεράπευτος
ἀθεραπευσία, ας () [ρᾰ] manque de soin, négligence, Plat. Rsp. 443a ; Th. Char. 19.
Étym. ἀθεράπευτος.