ἀθετέω-ῶ

ἀθέτημα

ἀθέτησις
ἀθέτημα, ατος (τὸ) iniquité, prévarication, Spt. 2 Reg. 8, 50 ; 2 Par. 36, 14 ; Jer. 12, 1 ; DH. 2, 708 Reiske.
Étym. ἀθετέω.