ἄθριξ

ἀθριπήδεστος

ἀθροίζω
ἀ·θριπ·ήδεστος, ος, ον [] non rongé des vers, Thém. 293 ||
Sup. -έστατος, Th. H.P. 5, 1, 2.
Étym. ἀ, θρίψ, ἐδεστός.