Ἀθριϐίτης νομός

ἄθριξ

ἀθριπήδεστος
ἄ·θριξ, gén. ἄτριχος (ὁ, ἡ) sans cheveux ou sans poil, Matr. (Ath. 656e).
Étym. ἀ, θρίξ.