Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀθυρογλωττία
ἀθυρόγλωττος
ἄθυρος
ἀθυρό·γλωττος,
ος, ον
[
ῠ
] d’une langue sans frein,
Eur.
Or.
903 ;
A. Pl.
4, 132
.
Étym.
ἄθυρος, γλῶττα
.