ἀθυρόγλωττος

ἄθυρος

ἀθυροστομία
ἄ·θυρος, ος, ον []
1 sans porte, Plut. M. 503c ||
2 fig. sans retenue, sans frein (langue, bouche, parole) Phil. 1, 558 ; Polém. 298 ; Clém. 1, 384 Migne.
Étym. ἀ, θύρα.