ἀτράχηλος

ἀτράχυντος

Ἀτρείδης
ἀ·τράχυντος, seul. ion. ἀτρήχυντος, ος, ον, non exaspéré, Arét. 65, 43, etc.
Étym. ἀ, τραχύνω.