Ἀτραπιτοί

ἀτραπιτός

ἀτραπός
ἀ·τραπιτός, οῦ () [Ῠᾰῐ] c. ἀτραπός, Od. 13, 195 ; A. Rh. 4, 123 ; Call. Del. 73 ; Nic. Opp. etc. Cf. ἀταρπιτός.