ἀτημελέως

ἀτημελής

ἀτημέλητος
ἀ·τημελής, ής, ές :
1 négligent de, gén. Sext. M. 6, 28 ||
2 négligé, Plut. Ant. 18.
Étym. ἀ, τημελέω.