Αὐλιάδες νύμφαι

αὐλίδιον

αὐλίζομαι
αὐλίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] petite cour, Th. Char. 5, 4.
Étym. αὐλή.
αὐλίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] petit tuyau, A. Tr. 3, 6.
Étym. αὐλός.