αὐθεντία

αὐθεντικός

αὐθεντικῶς
αὐθεντικός, ή, όν :
1 qui consiste en un pouvoir absolu, Nyss. ||
2 p. suite, principal, primordial, Geop. 1, 11, 1.
Étym. αὐθέντης.