αὐθομολογέομαι-οῦμαι

αὐθυπόστατος

αὐθυπότακτος
αὐθ·υπόστατος, ος, ον [τᾰ] qui subsiste par soi-même, Jambl. (Stob. Ecl. 2, 400).
Étym. αὐτός, ὑφίσταμαι.