Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐθομολογέομαι-οῦμαι
αὐθυπόστατος
αὐθυπότακτος
αὐθ·υπόστατος,
ος, ον
[
τᾰ
] qui subsiste par soi-même,
Jambl.
(
Stob.
Ecl.
2, 400
).
Étym.
αὐτός, ὑφίσταμαι
.