αὐθυπόστατος

αὐθυπότακτος

αὐθωρεί
αὐθ·υπότακτος, ου () t. de gr. le subjonctif aoriste premier ou second, Hdn gr. Epim. p. 278 Boissonade.
Étym. αὐτός, ὑποτάσσω.