Αὐτόλυκος

αὐτολυρίζων ὄνος

αὐτόλυτοι κύνες
αὐτο·λυρίζων ὄνος () [] l’âne qui joue lui-même de la lyre, Luc. D. mer. 14, 4.
Étym. αὐ. λυρίζω.