αὐτολυρίζων ὄνος

αὐτόλυτοι κύνες

αὐτομάθεια
αὐτό·λυτοι κύνες (οἱ) [] chiens tenus avec la même laisse, Opp. C. 4, 357 (conj. p. αὐτόλυγοι).
Étym. αὐ. λύω.